Η κυπριακή σύνδεση με τη Μεσόγειο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι το τέλος της κλασικής περιόδου.

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Τομέας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ/Σχολή Κλασικών Σπουδών (University of Cambridge/Faculty of Classics)

Μία γρήγορη επισκόπηση του χάρτη της Μεσογείου αρκεί για να κατανοήσει κανείς την εξαίσια γεωγραφική σημασία της Κύπρου. Λίγες μόνο περιοχές της Μεσογείου διαθέτουν ανάλογη στρατηγική σημασία, και διατήρησαν τόσο ισχυρούς πολιτισμικούς συνδέσμους με όμορες περιοχές τους, ως αποτέλεσμα και της ευνοημένης γεωγραφίας τους. Μια μεγάλη νήσος για τα δεδομένα της Μεσογείου (τρίτη σε έκταση μετά τη Σικελία και τη Σαρδηνία), η Κύπρος δεσπόζει στο κέντρο της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου. Με τη χερσόνησο της Μικράς Ασίας στα βόρεια, τη συροπαλαιστινιακή ακτή στα ανατολικά, την Αίγυπτο στα νότια και το Αιγαίο στα δυτικά της, η αρχαιολογία της Κύπρου αποτελεί αμάλγαμα πολλαπλών αλληλεπιδράσεων με την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Μολονότι στο παρελθόν η έρευνα αντιμετώπισε συχνά την αρχαία Κύπρο ως δέκτη διαδοχικών εξωτερικών επιρροών και εισβολών –μια προσέγγιση που υποτιμά, σαφώς, τον πολιτισμικό δυναμισμό και τη ζωτικότητα της νήσου– σήμερα πλέον είναι ευρέως αποδεκτό ότι η Κύπρος υπήρξε ο τόπος και η κοιτίδα μειζόνων πολιτικών, πολιτισμικών και οικονομικών επιτευγμάτων, καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας.

Η Κύπρος είναι επίσης πλούσια σε φυσικούς πόρους. Οι πεδιάδες της Μεσαορίας και της Μόρφου είναι κατάλληλες για γεωργικές καλλιέργειες· τα πυκνά δάση της οροσειράς του Τροόδους παρείχαν ξυλεία για τη ναυπήγηση πλοίων, ενώ οι υπώρειες του Τροόδους είναι πολύ πλούσιες σε κοιτάσματα χαλκού, μετάλλευμα που ήταν περιζήτητο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Κανείς δεν έχει συνοψίσει τα φυσικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κύπρου καλύτερα από τον Στράβωνα (14,6.4–5):

Διάκειται μὲν οὕτως ἡ Κύπρος τῇ θέσει. Κατ’ἀρετὴν δ’οὐδεμιᾶς τῶν νήσων λείπεται. καὶ γὰρ εὔοινός ἐστι καὶ εὐέλαιος, σίτῳ τε αὐτάρκει χρῆται. μέταλλά τε χαλκοῦ ἐστὶν ἄφθονα τὰ ἐν Ταμασσῷ, ἐν οἷς τὸ χαλκανθὲς γίνεται, καὶ ὁ ἰὸς τοῦ χαλκοῦ, πρὸς τὰς ἰατρικὰς δυνάμεις χρήσιμα.

Μολονότι η επάρκειά της σε γεωργικά προϊόντα εξαρτιόταν από τα ετήσια ύψη υετού, η αρχαία Κύπρος διέθετε τα απαραίτητα εφόδια που εξασφάλιζαν την οικονομική της άνθηση: μια θέση στο σταυροδρόμι των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, επαρκή καλλιεργήσιμη γη, άφθονη ξυλεία για την κατασκευή πλοίων, ομαλή ακτογραμμή που διευκόλυνε την προσέγγιση και των ελλιμενισμό των πλοίων, και, πρωτίστως, ένα εξαιρετικά χρήσιμο μετάλλευμα, τον χαλκό. Αξίζει να επισημανθεί πως η Κύπρος κατόρθωνε να διατηρεί την οικονομική της ευρωστία ακόμα και σε περιόδους κατά τις οποίες γειτονικές της περιοχές της Μεσογείου πλήττονταν από ευρύτερες κοινωνικές αναταράξεις και οικονομική δυσπραγία, όπως συνέβη στον ύστερο 13ο αιώνα π.Χ., οπότε και διαπιστώνονται φαινόμενα κοινωνικο-οικονομικής κατάρρευσης σε διαφορετικές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Συνεπώς, εν αντιθέσει με περιοχές όπως το Αιγαίο, η αρχαία Κύπρος δεν βίωσε «Σκοτεινούς Χρόνους». Ο παραπάνω όρος αναφέρεται στην ύστερη δεύτερη και πρώιμη πρώτη χιλιετία π.Χ., περίοδο κατά την οποία το Αιγαίο παρουσιάζει μειωμένη, συγκριτικά, αρχαιολογική ορατότητα και σημαντικές ασυνέχειες στη χρήση της γραφής. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα και οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών τείνουν να γεφυρώσουν το χάσμα, καθιστώντας τη χρήση του όρου «Σκοτεινοί Χρόνοι» λιγότερο δόκιμη και ελάχιστα δημοφιλή μεταξύ των ειδικών.

Η Κύπρος ανέπτυξε επαφές με όλους τους πολιτισμούς που επέδρασαν στην ανατολική Μεσόγειο πολιτικά και πολιτισμικά (Μινωίτες, Μυκηναίοι, Φοίνικες, Ασσύριοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Αθηναίοι). Η απρόσκοπτη πρόσβαση της νήσου στις κυριότερες θαλάσσιες διαδρομές, μέσω των οποίων διακινούνταν άνθρωποι, προϊόντα και ιδέες, αποτέλεσε θεμελιώδη παράμετρο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της αρχαίας Κύπρου. Η έφεση των Κυπρίων στις ναυτικές δραστηριότητες συνετέλεσε διαχρονικά, ώστε το νησί να αναπτύξει υπερπόντιες συνδέσεις με τις γειτονικές του περιοχές. Η ζωηρή κινητικότητα των Κυπρίων οδήγησε σε εξίσου πολιτισμική αλληλεπίδραση μέσω της οποίας η Κύπρος υπήρξε η πηγή αλλά και ο δέκτης πολλαπλών επιδράσεων και εξελίχθηκε σε επίκεντρο διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, η αρχαία Κύπρος χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη ικανότητα συνέχειας ακόμα και σε περιόδους μεγάλων και γενικευμένων αναταραχών. Σε αντίθεση με τις δραματικές επιπτώσεις που είχε η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος στο Αιγαίο, στην Κύπρο η μετάβαση στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου υπήρξε διαδικασία ομαλότερη και οικονομικά επιτυχέστερη. Η αρχαία Κύπρος κατόρθωσε να διατηρήσει και να εκμεταλλευτεί την εξαίσια θέση της, η οποία λειτούργησε ευνοϊκά ως προς την ανθρώπινη κινητικότητα, την ανταλλαγή ιδεών και τη διάδοση νέων τεχνικών επιτευγμάτων. Το νησί παρέχει, επομένως, ένα σχεδόν ιδανικό πλαίσιο για την αρχαιολογική διερεύνηση αντίστοιχων φαινομένων. Για όλους αυτούς τους λόγους η Κύπρος αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου η αρχαιολογική τεκμηρίωση της ευρύτερης πολιτισμικής διασύνδεσης της Μεσογείου παραμένει ισχυρή και ευρεία για μεγάλες χρονικές περιόδους. Επιπλέον, το νησί έχει ανασκαφεί συστηματικά και εκτεταμένα, και μάλιστα στην πλειονότητά τους τα επιστημονικά πορίσματα των ανασκαφών αυτών έχουν δημοσιευθεί. Η πλουσιότατη αρχαιολογική βιβλιογραφία της Κύπρου δημιουργεί στέρεο έδαφος για περαιτέρω έρευνα.

Παρόλη τη σημασία της, η θέση της Κύπρου στα εμπορικά δίκτυα της αρχαίας Μεσογείου, σε συνδυασμό με τη δραστηριότητα και, ενδεχομένως, τη συμμετοχή Κυπρίων εμπόρων σε αυτά δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς από τη σύγχρονη έρευνα.

Η συμβολή της Κύπρου έχει εν μέρει παραβλεφθεί λόγω 1) της αρκετά διαδεδομένης θεώρησης της Κύπρου (μέχρι σχετικά πρόσφατα) ως παθητικού αποδέκτη εξωτερικών επιδράσεων, 2) της ελλιπούς τεκμηρίωσης ή της εσφαλμένης αξιολόγησης κυπριακών ευρημάτων εκτός Κύπρου και, για την Εποχή του Σιδήρου 3) λόγω της γενικευμένης αντίληψης περί εμπορικής υπεροχής των Φοινίκων, η οποία επισκίασε τη δράση άλλων συμμετεχόντων. Αυτή η αναντιστοιχία είχε ως αποτέλεσμα τον παράδοξο, ενίοτε, χειρισμό κυπριακών αρχαιολογικών ενδείξεων από θέσεις εκτός της Κύπρου, συνέπεια του συχνού διαχωρισμού τους τους από την υπερπόντια εμπορική δραστηριότητα, και πιθανώς των Κυπρίων. Η ανάγκη αναθεώρησης του ισχύοντος τρόπου κατανόησης του ρόλου που διαδραμάτισε η αρχαία Κύπρος στο ευρύτερο μεσογειακό πλαίσιο, βάσει νέων δεδομένων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, είναι θεμελιώδης και για τη μελέτη της αρχαίας Μεσογείου συνολικά. Η Κύπρος διατηρούσε στενές σχέσεις με όλες σχεδόν τις σημαντικές περιοχές κατά μήκος ή πλησίον των ακτών της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων των ακτών της Συροπαλαιστίνης, της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, του Αιγαίου και της Ιταλίας. Στο σύνολό τους, οι περιοχές αυτές απέδωσαν σημαντικά ευρήματα κυπριακής προέλευσης, ακόμα και επιγραφές γραμμένες στα χαρακτηριστικά και αμιγώς κυπριακά συστήματα γραφής της νήσου. Επιπλέον, η επιτυχής αντίδραση της αρχαίας Κύπρου σε μείζονες κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις, αλλά και η πολιτισμική δυναμική και ευελιξία της νήσου στην αρχαιότητα, παρέχει μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης, χρήσιμη για πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά σύνθετες εποχές όπως η δική μας.

Η παραπάνω διαπίστωση οδηγεί στο επόμενο σκέλος της παρούσας εισαγωγής στο ερευνητικό έργο CyCoMed: Για ποιον λόγο είναι χρήσιμη η περαιτέρω μελέτη της αρχαίας Κύπρου;

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί εντυπωσιακή πρόοδος των κυπριακών σπουδών. Η πρόοδος αυτή ευνοεί τη συνέχιση της μελέτης της αρχαίας ιστορίας της νήσου. Παρόλη την πρόοδο, η διασπορά κυπριακών αντικειμένων εκτός Κύπρου δεν έχει λάβει την προσοχή που της αξίζει. Για τον λόγο αυτό, το ερευνητικό έργο CyCoMed έχει ως στόχο την αξιολόγηση αρχαιολογικών δεδομένων από επιλεγμένες θέσεις της Μεσογείου, και σε άμεση συνάφεια με επιγραφικά, φιλολογικά και, για μεταγενέστερες περιόδους, νομισματικά δεδομένα, κάνοντας χρήση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων.

Αυτή η συνολική και διεπιστημονική διαπραγμάτευση, βασισμένη στη συγκριτική μελέτη αρχαιολογικών, επιγραφικών και νομισματικών δεδομένων, είναι απαραίτητη για την πληρέστερη κατανόηση της θέσης που κατείχε η αρχαία Κύπρος στο πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι της Μεσογείου. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ποιότητα της έρευνας, η ομάδα έργου περιλαμβάνει ειδικούς επί διαφορετικών γνωστικών πεδίων της αρχαίας Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης της αρχαιολογίας, της νομισματικής, της γλωσσολογίας, της επιγραφικής αλλά και της διαχείρισης ψηφιακών δεδομένων.

Το χρονολογικό εύρος του προγράμματος εκτείνεται μεταξύ του β΄μισού του 17ου αιώνα π.Χ., όπου χρονολογείται η έναρξη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο, και τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ., όταν καταλύονται τα κυπριακά βασίλεια (1650–310 π.Χ. σε όρους απόλυτης χρονολόγησης). Κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα η Κύπρος όχι μόνο ανέπτυξε πυκνές επαφές με την υπόλοιπη Μεσόγειο αλλά υπέστη και η ίδια σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικο-οικονομικές της δομές, οι οποίες επηρέασαν τόσο τις εξωτερικές επαφές της όσο και το διασωθέν αρχαιολογικό και επιγραφικό τεκμήριο της νήσου. Αυτή η μακρο-ιστορική προσέγγιση που περικλείει περισσότερα από χίλια έτη επαφών, είναι σημαντική για τη διαχρονική μελέτη της ιστορίας του νησιού, καθώς αμβλύνει τους ακαδημαϊκούς διαχωρισμούς μεταξύ διαφορετικών ιστορικών περιόδων (π.χ. μεταξύ της Ύστερης Χαλκοκρατίας και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου), χωρίς να αναιρεί την έμφαση, όποτε είναι απαραίτητο, σε μικρότερο μέρος δεδομένων και, συνεπώς, της αρχαίας κυπριακής ιστορίας. Ακόμα ένα πλεονέκτημα του συγκεκριμένου χρονολογικού ορίζοντα αποτελεί το πλήθος και εύρος των αρχαιολογικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένου ενός αποκρυπτογραφημένου συστήματος γραφής, του κυπριακού συλλαβαρίου. Ο σκοπός του ερευνητικού έργου CyCoMed είναι να θέσει ορισμένα καίρια ερωτήματα που θα βοηθήσουν στην κατανόηση του ρόλου της Κύπρου σε ευρύτερο μεσογειακό πλαίσιο όπως:

1) Πώς αντικατοπτρίζεται στα αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα η κυπριακή δράση και, ενδεχομένως, παρουσία, στη Μεσόγειο; Ποια είναι η προέλευσή τους και ποια τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα;
2) Πώς σχετίζονται μεταξύ τους (αν σχετίζονται) οι διαφορετικές κατηγορίες κυπριακών ενδείξεων;
3) Ποιες ομοιότητες ή διαφορές διαπιστώνονται από τη μελέτη των κυπριακών ενδείξεων σε διαφορετικές περιοχές της Μεσογείου; Πώς διαφοροποιούνταν οι επαφές της Κύπρου με καθεμιά από αυτές;
4) Υπάρχει συνάφεια μεταξύ των κυπριακών επιγραφικών/γραπτών δεδομένων και του λοιπού αρχαιολογικού τεκμηρίου;
5) Ποιες διαφορές διαπιστώνονται από τη μελέτη των κυπριακών αρχαιολογικών και επιγραφικών ενδείξεων στη Μεσόγειο μακροπρόθεσμα; Πώς μεταβλήθηκε το πλαίσιο των επαφών στο πέρασμα του χρόνου και ποιος ήταν ο ρόλος των Κυπρίων σε αυτές;
6) Ποιος υπήρξε ο ενδεχόμενος ρόλος των κυπριακών αρχαιολογικών και επιγραφικών ενδείξεων εκτός Κύπρου ως δηλωτικών μιας κυπριακής πολιτισμικής και/ή πολιτικής ταυτότητας;
7) Πώς μεταβάλλονται στον χρόνο οι κυπριακές αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες; Πώς αντανακλούν το ιστορικό πλαίσιο τόσο της Κύπρου όσο και των περιοχών της Μεσογείου όπου οι μαρτυρίες αυτές εντοπίζονται;

Το ερευνητικό έργο CyCoMed χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) – Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ), στο πλαίσιο της 1ης προκήρυξης ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση μεταδιδακτόρων ερευνητών/τριών, με κωδικό χρηματοδότησης 481. Το έργο είναι τριετούς διάρκειας (Οκτώβριος 2018–Οκτώβριος 2021). Εκτελείται στον Τομέα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος (ΤΕΡΑ) του Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ) του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), ο οποίος εκπροσωπείται μέσω της κύριας ερευνήτριας και μέλους της επιστημονικής ομάδας του έργου CyCoMed, δρος Ευαγγελινής Μάρκου. Συνεργαζόμενος φορέας εξωτερικού είναι το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ – Σχολή Κλασικών Σπουδών (University of Cambridge – Faculty of Classics). Ο τελευταίος εκπροσωπείται μέσω της ερευνήτριας και μέλους της ερευνητικής ομάδας του έργου CyCoMed, δρος Philippa Mary Steele.